- ἀναγραμματισμούς
- ἀναγραμματισμόςtransposition of this kindmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιλεξισμός — ο ιδιότυπη μορφή λογοτεχνικού ύφους που ξεκινά ως αντίδραση προς την καθιερωμένη λέξη, δηλ. προς τη συμβατική γλώσσα. Στον αντιλεξισμό ο δημιουργός απομακρύνεται από το παραδεδεγμένο δομικό σύστημα που χρησιμεύει ως γλώσσα της κοινότητας,… … Dictionary of Greek
μαθηματάριο(ν) — το (βυζ. μουσ.) 1. το τμήμα τής εκκλησιαστικής μουσικής σειράς που περιλαμβάνει έντεχνα αργά μελωδήματα με παραχορδές, αναγραμματισμούς και στο τέλος κράτημα 2. το βιβλίο που περιέχει αυτά τα μελωδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα. Η λ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek